τουφέκισμα

τουφέκισμα
το, -ατος
και ντουφέκισμα, το -ατος
1. πυροβολισμός με τουφέκι, τουφεκιά: Ακούονται πολλά τουφεκίσματα.
2. θανάτωση θανατοποινίτη από το εκτελεστικό απόσπασμα, τουφεκισμός: Έγινε το τουφέκισμα του προδότη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τουφέκισμα — και ντουφέκισμα, το, Ν [τουφεκίζω/ ντουφεκίζω] ο τουφεκισμός …   Dictionary of Greek

  • τυφέκισμα — το, Ν βλ. τουφέκισμα …   Dictionary of Greek

  • τουφεκισμός — τουφεκισμός, ο και ντουφεκισμός, ο τουφέκισμα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τυφέκισμα — το βλ. τουφέκισμα, το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”